- λοῦμεν
- λόωlǎvopres ind act 1st plλόωlǎvoimperf ind act 1st pl (homeric ionic)λούωlǎvoimperf ind act 1st pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λούμεν — (lumen). Μονάδα φωτεινής ροής στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων. Συμβολίζεται με lm και ορίζεται ως η φωτεινή ροή που εκπέμπεται από μία ισοτροπική σημειακή πηγή, της οποίας η φωτεινή ένταση είναι ενός κηρίου (cd), μέσα σε στερεά γωνία που σχηματίζει… … Dictionary of Greek
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek
θρυλοῦμεν — θρῡλοῦμεν , θρυλέω make a confused noise pres ind act 1st pl (attic epic doric) θρῡλοῦμεν , θρυλέω make a confused noise imperf ind act 1st pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλοῦμεν — πῑλοῦμεν , πιλέω compress wool pres ind act 1st pl (attic epic doric) πῑλοῦμεν , πιλέω compress wool imperf ind act 1st pl (attic epic doric) πιλόω contract pres ind act 1st pl πιλόω contract imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσομιλοῦμεν — προσομιλέω hold intercourse with pres ind act 1st pl (attic epic doric) προσομῑλοῦμεν , προσομιλέω hold intercourse with pres ind act 1st pl (attic epic doric) προσομιλέω hold intercourse with imperf ind act 1st pl (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλοῦμεν — ψῑλοῦμεν , ψιλόω strip bare pres ind act 1st pl ψῑλοῦμεν , ψιλόω strip bare imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοῦμεν — ἀ̱λοῦμεν , ἀλέω grind imperf ind act 1st pl (attic epic doric aeolic) ἀλέω grind pres ind act 1st pl (attic epic doric aeolic) ἀλέω grind imperf ind act 1st pl (attic epic doric) ἀ̱λοῦμεν , ἀλόω imperf ind act 1st pl (doric aeolic) ἀλόω pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλοῦμεν — ὁμῑλοῦμεν , ὁμιλέω to be in company with pres ind act 1st pl (attic epic doric) ὁμῑλοῦμεν , ὁμιλέω to be in company with imperf ind act 1st pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουξ — (I) το 1. πρακτική μονάδα φωτισμού που ανήκει στο διεθνές μετρικό σύστημα και ισοδυναμεί με τον φωτισμό μιας επιφάνειας η οποία δέχεται κάθετα φωτεινή ροή ίση με ένα λούμεν ανά τετραγωνικό μέτρο κατανεμημένη κατά τρόπο ομοιόμορφο 2. ισχυρός… … Dictionary of Greek